- ἐναποτίνω
- ἐναπο-τίνω,A pay or spend in litigation in a place,
πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποτίνω — ἐναποτίνω (Α) καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης … Dictionary of Greek
ἐναποτεῖσαι — ἐναποτίνω pay aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτῖσαι — ἐναποτίνω pay aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)